Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ μελάμφυλλον

См. также в других словарях:

  • μελάμφυλλον — μελάμφυλλος dark leaved masc/fem acc sg μελάμφυλλος dark leaved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανόφυλλος — η, ο (Α μελανόφυλλος, και μελάμφυλλος ον) αυτός που έχει μαύρα φύλλα αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που σκιάζεται από φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελάμφυλλον το ποώδες και διακοσμητικό φυτό άκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φύλλο (πρβλ. πλατύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»